κατασκευαστικός

κατασκευαστικός
[катаскевастикос] ел. изготавигельный

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κατασκευαστικός" в других словарях:

  • κατασκευαστικός — fitted for providing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικός — ή, ό (AM κατασκευαστικός, ή, όν) [κατασκευαστής] (λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή 2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι αρχ. 1. ο ικανός στο να προνοεί, ο… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευαστικά — κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc pl κατασκευαστικά̱ , κατασκευαστικός fitted for providing fem nom/voc/acc dual κατασκευαστικά̱ , κατασκευαστικός fitted for providing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικώτερον — κατασκευαστικός fitted for providing adverbial comp κατασκευαστικός fitted for providing masc acc comp sg κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικῶν — κατασκευαστικός fitted for providing fem gen pl κατασκευαστικός fitted for providing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικόν — κατασκευαστικός fitted for providing masc acc sg κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικώτατον — κατασκευαστικός fitted for providing masc acc superl sg κατασκευαστικός fitted for providing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικαί — κατασκευαστικός fitted for providing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικοῖς — κατασκευαστικός fitted for providing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικοί — κατασκευαστικός fitted for providing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευαστικοῦ — κατασκευαστικός fitted for providing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»